κοντυλάτος

κοντυλάτος
κοντυλᾱτος, -η, -ον (Μ)
βλ. κονδυλάτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονδυλάτος — κονδυλᾱτος και κοντυλᾱτος η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος με κοντύλι, κοντυλένιος 2. χαριτωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ο)ν «κοντύλι» + κατάλ. ατος (< λατ. atus (πρβλ. μελ άτος, μεσ άτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”